- απόρριμμα
- το, -ατοςαυτό που είναι για πέταμα, το σκουπίδι: Όλα τα σπίτια έχουν δοχείο ή σάκο για τα απορρίμματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απόρριμμα — το απόριγμα, σκουπίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απορρίπτω. Η λ. στον πληθ. (απορρίμματα, τα) μαρτυρείται από το 1796 στο Γερμανοαπλορρωμαϊκό Λεξικό του Karl Weigel] … Dictionary of Greek
άμπρα — Ξενικός όρος που υποδηλώνει ουσίες διαφορετικής προέλευσης και σύστασης. Η φαιά ά. είναι αρωματική ουσία που απαντάται κατά μήκος των ακτών της Ιαπωνίας, της Μαδαγασκάρης και των Μολούκων νήσων σε μάζες που επιπλέουν και έχουν βάρος από 50… … Dictionary of Greek
έκβολος — ἔκβολος, ον (Α) 1. αυτός που ρίχτηκε έξω ή μακριά, ο απόβλητος 2. μάταιος, ανίσχυρος, άχρηστος 3. ξεχωρισμένος 4. διωγμένος 5. το ουδ. ως ουσ. το ἔκβολον α) απόρριμμα, απόβλημα β) στον πληθ. «ναὸς ἔκβολα» τα λείψανα ναυαγισμένου πλοίου που… … Dictionary of Greek
απόμαγμα — ἀπόμαγμα, το (Α) [απομάσσω] 1. αυτό με το οποίο σφουγγίζεται κάποιος 2. απόρριμμα, ακαθαρσία 3. αποτύπωμα σφραγίδας … Dictionary of Greek
απόριγμα — κ. απόρριμμα, το 1. ό,τι πετιέται ως περιττό, άχρηστο υπόλειμμα, σκουπίδι 2. πρόωρο γέννημα, έκτρωμα 3. έκτρωση, αποβολή εμβρύου 4. άνθρωπος (ή ζώο) ελαττωματικός, μισερός … Dictionary of Greek
εκφάτνισμα — ἐκφάτνισμα, το (Α) 1. ό,τι αποβάλλεται κατά τον καθαρισμό τής φάτνης 2. απόρριμμα, υπόλειμμα 3. σανίδες τής φάτνης που τίς πετούσαν κατά τον καθαρισμό της … Dictionary of Greek
κόρημα — το (Α κόρημα, ήματος) [κορέω (ΙΙ)] νεοελλ. φρ. «πλευρικά κορήματα» γεωλ. πετρώδη θραύσματα και γεώδη υλικά που αποτελούν προϊόντα τής μηχανικής αποσάθρωσης απότομων πρανών και κλιτύων αρχ. 1. καθετί που απορρίπτεται με το σάρωμα, απόρριμμα,… … Dictionary of Greek
ξακρίδι — το 1. το πρώτο και το τελευταίο σανίδι ενός κορμού δέντρου ο οποίος πριονίστηκε κατά μήκος 2. το τμήμα που κόβεται, που αφαιρείται από τα άκρα ενός μεγάλου τεμαχίου, φύλλου χαρτιού, υφάσματος, δέρματος 3. μτφ. άχρηστο υπόλειμμα, απόρριμμα.… … Dictionary of Greek
ξεδιαλεγούδι — το οτιδήποτε μένει μετά από το διάλεγμα, απόρριμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεδιαλέγω + κατάλ. ούδι (πρβλ. αποφαγ ούδι)] … Dictionary of Greek
οπισθοτίλη — ὀπισθοτίλη, βοιωτ. τ. ὀπιτθοτίλα, ἡ (Α) ονομασία τής σουπιάς, επειδή χύνει το μελάνι της από πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπισθ(ο) * + τῖλος «απόρριμμα»] … Dictionary of Greek